ορκωτός

ορκωτός
η , ό[ν] поклявшийся, принявший присягу;

ορκωτο δικαστήριο — суд присяжных


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ορκωτός" в других словарях:

  • ὁρκωτός — bound by oath masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωτός — ή, ό (Α ὁρκωτός, ή, όν) [ορκώ] 1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί, ο ένορκος 2. αυτός που έχει γίνει με όρκο νεοελλ. φρ. α) «ορκωτό δικαστήριο» δικαστήριο από λαϊκούς δικαστές οι οποίοι ορκίζονται προτού αναλάβουν τα καθήκοντά …   Dictionary of Greek

  • ορκωτός — ή, ό ο ένορκος που δεσμεύεται με όρκο για τη σωστή εκτέλεση έργου· «Ορκωτό δικαστήριο», δικαστήριο με λαϊκούς δικαστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁρκωτούς — ὁρκωτός bound by oath masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοτός — ὀμοτός, ή, όν (Α) ορκωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ομο τού ὄμνυμι* + επίθημα τός, τή, τόν (πρβλ. μνησ τός)] …   Dictionary of Greek

  • ορκωτικός — ή, ό [ορκωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορκωτό …   Dictionary of Greek

  • ὁρκωταί — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom/voc pl ὁρκωτός bound by oath fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωτοῦ — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc gen sg ὁρκωτός bound by oath masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωτάς — ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc acc pl ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom sg (epic doric aeolic) ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτός bound by oath fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»